συνεπίτροπος

συνεπίτροπος
ο, η, ΝΜΑ [ἐπίτροπος]
επίτροπος μαζί με άλλον ή με άλλους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνεπίτροπος — joint guardian masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεπιτρόπω — συνεπίτροπος joint guardian masc nom/voc/acc dual συνεπίτροπος joint guardian masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεπιτρόποις — συνεπίτροπος joint guardian masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεπιτρόπου — συνεπίτροπος joint guardian masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεπιτρόπους — συνεπίτροπος joint guardian masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεπιτρόπων — συνεπίτροπος joint guardian masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεπίτροποι — συνεπίτροπος joint guardian masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεπιτροπεύω — ΝΜΑ [συνεπίτροπος] είμαι συνεπίτροπος, ασκώ επιτροπεία από κοινού με άλλον ή με άλλους …   Dictionary of Greek

  • επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… …   Dictionary of Greek

  • Μανουήλ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο ιερομάρτυρας (9ος αι.). Μητροπολίτης Αδριανούπολης επί Λέοντα E’ του Αρμενίου (813 828). Αιχμαλωτίστηκε από τους Βουλγάρους μαζί με άλλους επίσκοπους και λαϊκούς και είχε μαρτυρικό θάνατο (815). Η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”